εγξεω

εγξεω
    ἐγξέω
    ἐγξέω, ἐγξύω
    (3 л. sing. aor. conjct. ἐγξέσῃ, v. l. ἐγξύσῃ) выскабливать, вырезать
    

(θάμνοις ἐλείοις Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εγξεω" в других словарях:

  • εγξέω — ἐγξέω (Α) ξύνω μέσα, εσωτερικά …   Dictionary of Greek

  • ἐγξέειν — ἐγξέω scratch pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέγξει — ἐν , ἐν ξέω shave pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐν , ἐν ξέω shave imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐν ἐγξέω scratch pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐν ἐγξέω scratch imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • εἰσενέγξεις — εἰς , ἐν , ἐν ξέω shave imperf ind act 2nd sg (attic epic) εἰς , ἐν ἐγξέω scratch imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»